- φιλέορτος
- η , ο [ος , ον ] любящий праздники
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλέορτος — fond of feasts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέορτος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Αυγούστου. * * * η, ο / φιλέορτος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», Αριστοφ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
φιλέορτος — η, ο αυτός που αγαπάει τις γιορτές, που τρέχει στα πανηγύρια: Στη Μεγαλόχαρη της Τήνου πάνε πολλοί φιλέορτοι χριστιανοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλέορτον — φιλέορτος fond of feasts masc/fem acc sg φιλέορτος fond of feasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεόρτοις — φιλέορτος fond of feasts masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεόρτων — φιλέορτος fond of feasts masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέορτε — φιλέορτος fond of feasts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέορτοι — φιλέορτος fond of feasts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PASCHALICUS — Graece Παχαλιχὸς, nonnullis dictus est, qui Festorum observationi maxime addictus est. Marcus Hieromonachus, εἰ δέ τις ἴσως λίαν ἐςτὶ παχαλικὸς καὶ φιλέορτος, si quis autem festorum pariter observationi valde est addictus, et eorum amans. Bochart … Hofmann J. Lexicon universale
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek